- ἀδιάκοποι
- ἀδιάκοποςunbrokenmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλληλοδιάδοχοι — α (Μ ἀλληλοδιάδοχοι, α) αυτοί που διαδέχονται ο ένας τον άλλον, αλλεπάλληλοι, συνεχείς, αδιάκοποι μσν. (το αρσενικό ως ουσιαστικό) οι αλληλοδιάδοχοι οι ηγεμόνες που συμφωνούσαν αμοιβαία μεταξύ τους διαδοχή σε περίπτωση θανάτου. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
Βιεντιάνε ή Βιανγκτσάν — Πόλη και επαρχία (3.920 τ. χλμ., 531.800 κάτ. το 1996) του βόρειου Λάος, πρωτεύουσα της Λαϊκής Δημοκρατίας του Λάος. Είναι χτισμένη στην αριστερή όχθη του ποταμού Μεκόνγκ. Είναι μεγάλο εμπορικό κέντρο και διαθέτει ποτάμιο λιμάνι και αεροδρόμιο. Η … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Καίσαρ, Γάιος Ιούλιος — (Gaius Julius Caesar, Ρώμη 100 – 44 π.Χ.). Ρωμαίος στρατηγός, πολιτικός, συγγραφέας και δικτάτορας της Ρώμης. Καταγόταν από το Ιούλιο γένος. Από τον θείο του, Μάριο, προσηλυτίστηκε στο πολιτικό στρατόπεδο των πληβείων. Η τοποθέτησή του στο πλευρό … Dictionary of Greek